- πύνδακα
- πύνδαξbottommasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πύνδακ' — πύνδακα , πύνδαξ bottom masc acc sg πύνδακι , πύνδαξ bottom masc dat sg πύνδακε , πύνδαξ bottom masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύνδαξ — ακος, ὁ, Α 1. πυθμένας αγγείου, ποτηριού ή άλλου δοχείου, πάτος 2. το κατώτατο κοίλο μέρος πλοίου 3. επικάλυμμα αμφορέα 4. λαβή ξίφους 5. φρ. «εἰσκρούω τὸν πύνδακα» (για οινοπώλη) χτυπώ προς τα μέσα τον πυθμένα μεταλλικού δοχείου για να ελαττώσω… … Dictionary of Greek